Χρηματιστήριο..
- Άκου, που σου λέω, παίξε στο χρηματιστήριο και δεν θα χάσεις, είπε ο Μιχάλης στον παιδικό του φίλο το Νίκο.
- Άσε Μιχάλη, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Δόξα τω Θεώ καλά περνάω τα τελευταία χρόνια. Στην οικο-γένειά μου δεν υπάρχουν προβλήματα, γιατί ζούμε αρμονικά με τη γυναίκα μου και με τα πέντε παιδιά μου. Η δουλειά πάει πολύ καλά στο εργοστάσιο και δεν έχω κανένα παράπονο από τους υπαλλήλους μου που τους πληρώνω κανονικά κάθε μήνα, του απαντά ο κύριος Νίκος.
Ποιο εργοστάσιο;, αυτή τη μικρή βιοτεχνία που έχεις; Περιμένεις να βγάλεις έτσι λεφτά; Μόνο το χρηματιστήριο θα σε σώσει. Όλος ο κόσμος παίζει και τα κονομάει, ενώ εσύ … κοιμάσαι ακόμα.
- Σε παρακαλώ, μην επιμένεις, του λέει ο κύριος Νίκος.
- Παίξε ότι έχεις και δεν έχεις, γιατί δεν θα βρεις άλλη ευκαιρία σου λέω, επιμένει ο Μιχάλης.
Όλα αυτά συνέβησαν το 1999. Οι άνθρωποι τότε ήταν αισιόδοξοι και πιστεύανε σε ένα καλύτερο μέλλον.
Ο κύριος Νίκος έμενε με την οικογένειά του στο Φάληρο σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι. Είχε μια βιοτεχνία ρούχων στην Ηλιούπολη με είκοσι υπαλλήλους. Τα παιδιά του ήταν τέσσερα γερά αγόρια, ο Γιώργος 14 ετών, ο Στέλιος 12 ετών, ο Γιάννης 10 ετών, ο Πέτρος 5 ετών και ένα κορίτσι η Άννα 7 ετών. Η ζωή τους κυλούσε υπέροχα ώσπου ήρθε εκείνη η καταραμένη στιγμή, που ο παιδικός του φίλος του μίλησε για το Χρηματιστήριο. Το κακό δεν άργησε να γίνει. Ο Μιχάλης έμελλε να τον πείσει τελικά και με τα πολλά ο Νίκος τον άκουσε. Ο Μιχάλης πάντα τον επηρέαζε από παλιά σ’ όλα τα θέματα - όμως τώρα του ’φερε την καταστροφή.
Έπαιξε τελικά υποθηκεύοντας όλα τα υπάρχοντά του. Σπίτια, εργο-στάσιο, εξοχικά, αυτοκίνητα ακόμη και τα μετρητά του. Τα πάντα χαθήκανε καθώς ξαφνικά κατέρ-ρευσε το χρηματιστήριο. Λίγοι απατεώνες, που είχαν από μέσα «πληροφορίες», έγιναν πάμπλουτοι ενώ πολλοί απλοί άνθρωποι έχασαν την περιουσία τους. Μέσα σ’ αυτούς ήτανε κι ο κύριος Νίκος.
Το μόνο περιουσιακό στοιχείο, που του είχε μείνει, ήταν ένα μικρό διόροφο στο Μοναστηράκι. Συγκε-κριμένα στο γιουσουρούμ, υπήρχε ένα μικρό μαγαζί και από πάνω του ένα μικρό διαμέρισμα – εβδομήντα τετραγωνικών μέτρων – με τρεις μικρές κρεβατοκάμαρες.
Εκεί μετακόμισε η φτωχή πλέον οικογένεια του κυρίου Νίκου। Με ελάχιστες οικονομίες, ο κύριος Νίκος, ξέχασε την υπερηφάνειά του και άνοιξε ένα παλαιοπωλείο.
- Άκου, που σου λέω, παίξε στο χρηματιστήριο και δεν θα χάσεις, είπε ο Μιχάλης στον παιδικό του φίλο το Νίκο.
- Άσε Μιχάλη, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Δόξα τω Θεώ καλά περνάω τα τελευταία χρόνια. Στην οικο-γένειά μου δεν υπάρχουν προβλήματα, γιατί ζούμε αρμονικά με τη γυναίκα μου και με τα πέντε παιδιά μου. Η δουλειά πάει πολύ καλά στο εργοστάσιο και δεν έχω κανένα παράπονο από τους υπαλλήλους μου που τους πληρώνω κανονικά κάθε μήνα, του απαντά ο κύριος Νίκος.
Ποιο εργοστάσιο;, αυτή τη μικρή βιοτεχνία που έχεις; Περιμένεις να βγάλεις έτσι λεφτά; Μόνο το χρηματιστήριο θα σε σώσει. Όλος ο κόσμος παίζει και τα κονομάει, ενώ εσύ … κοιμάσαι ακόμα.
- Σε παρακαλώ, μην επιμένεις, του λέει ο κύριος Νίκος.
- Παίξε ότι έχεις και δεν έχεις, γιατί δεν θα βρεις άλλη ευκαιρία σου λέω, επιμένει ο Μιχάλης.
Όλα αυτά συνέβησαν το 1999. Οι άνθρωποι τότε ήταν αισιόδοξοι και πιστεύανε σε ένα καλύτερο μέλλον.
Ο κύριος Νίκος έμενε με την οικογένειά του στο Φάληρο σ’ ένα μεγάλο αρχοντικό σπίτι. Είχε μια βιοτεχνία ρούχων στην Ηλιούπολη με είκοσι υπαλλήλους. Τα παιδιά του ήταν τέσσερα γερά αγόρια, ο Γιώργος 14 ετών, ο Στέλιος 12 ετών, ο Γιάννης 10 ετών, ο Πέτρος 5 ετών και ένα κορίτσι η Άννα 7 ετών. Η ζωή τους κυλούσε υπέροχα ώσπου ήρθε εκείνη η καταραμένη στιγμή, που ο παιδικός του φίλος του μίλησε για το Χρηματιστήριο. Το κακό δεν άργησε να γίνει. Ο Μιχάλης έμελλε να τον πείσει τελικά και με τα πολλά ο Νίκος τον άκουσε. Ο Μιχάλης πάντα τον επηρέαζε από παλιά σ’ όλα τα θέματα - όμως τώρα του ’φερε την καταστροφή.
Έπαιξε τελικά υποθηκεύοντας όλα τα υπάρχοντά του. Σπίτια, εργο-στάσιο, εξοχικά, αυτοκίνητα ακόμη και τα μετρητά του. Τα πάντα χαθήκανε καθώς ξαφνικά κατέρ-ρευσε το χρηματιστήριο. Λίγοι απατεώνες, που είχαν από μέσα «πληροφορίες», έγιναν πάμπλουτοι ενώ πολλοί απλοί άνθρωποι έχασαν την περιουσία τους. Μέσα σ’ αυτούς ήτανε κι ο κύριος Νίκος.
Το μόνο περιουσιακό στοιχείο, που του είχε μείνει, ήταν ένα μικρό διόροφο στο Μοναστηράκι. Συγκε-κριμένα στο γιουσουρούμ, υπήρχε ένα μικρό μαγαζί και από πάνω του ένα μικρό διαμέρισμα – εβδομήντα τετραγωνικών μέτρων – με τρεις μικρές κρεβατοκάμαρες.
Εκεί μετακόμισε η φτωχή πλέον οικογένεια του κυρίου Νίκου। Με ελάχιστες οικονομίες, ο κύριος Νίκος, ξέχασε την υπερηφάνειά του και άνοιξε ένα παλαιοπωλείο.
Συγγραφείς: Ν. Ζώης & Θεοδόσης Γ. Στάλιας, email: apogonoi@otenet.gr, Σκίτσα, εξώφυλλο και χρώμα Παναγιώτης Λύρης markador@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου