Ο Ινδιάνος σέρνεται με κόπο δίπλα από την όχθη του μικρού ποταμού. Προσπαθεί να φτάσει στην άκρη του ρυακιού για να πιει νερό. Δείχνει να τα καταφέρνει αλλά την τελευταία στιγμή εγκαταλείπει την προσπάθειά του. Ένα βογγητό βγαίνει από τα χείλη του, ενώ σφίγγει απελπισμένα τα δόντια του από τον πόνο. Μια βαθιά μεγάλη πληγή φαίνεται τώρα στο στήθος του, που είναι κατακόκκινο από το αίμα. Όλα δείχνουν να τελειώνουν τώρα πιά γύρω του και στις τελευταίες στιγμές της ζωής του αρχίζει να παραμιλά। - Πρέπει να… προλάβω… Δεν πρέπει… να πεθάνω!, ψελλίζει κλείνοντας τα μάτια। Μετά, ο Ινδιάνος –που είναι ηλικιωμένος– χάνει τις αισθήσεις του και μένει ξαπλωμένος ανάσκελα εκεί, δίπλα στο ποτάμι.
Ποιος ξέρει ύστερα από πόση ώρα συνέρχεται κι όταν ανοίγει τα μάτια βλέπει ξαφνικά μπροστά του, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, ένα καστανό, νέο και όμορφο κορίτσι με μεγάλα μάτια, να τον κοιτάζει επίμονα.
-Πονάς; Τι έπαθες; Ποιος σε κτύπησε; τον ρωτάει.
Αυτός ξαφνιάζεται και για μια στιγμή παρατηρεί περίεργα την όμορφη κοπέλα.
-Λίγο… νερό, ψελλίζει στη γλώσσα της. Το νέο κορίτσι, που δεν είναι άλλο από τη Μαίρη, με γρήγορες κινήσεις παίρνει το καπάκι της στάμνας που κρατάει και τρέχει προς το ποτάμι. Το γεμίζει με νερό και αμέσως γυρίζει σβέλτα και το ακουμπάει στα χείλη του ταλαιπωρημένου Ινδιάνου. Εκείνος, πίνει δυο γουλιές και συνεχίζει το παραμιλητό του.
- Θα τον… σκοτώσουν, δεν θα… προλάβω… Η Μαίρη ακούει με προσοχή τα παράξενα λόγια του γέρου Ινδιάνου।
Συγγραφέας: Θεοδόσης Γ. Στάλιας, email: apogonoi@otenet।gr, σκίτσα Κωνσταντίνος Φραγκιαδάκης mythos_comics@yahoo.gr
Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου