ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ
ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ήτις μετέβη εις τον Άδην και είδε πώς κολάζονται οι αμαρτωλοί
Τω καιρώ εκείνω ότε έμελλε να μεταστή η Υπεραγία Θεοτόκος ανέβη εις το όρος των Ελαιών δια να προσευχηθή και είπεν εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος να έλθη ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ δια να μου δείξη τας κολάσεις όπου κολάζονται οι αμαρτωλοί κάτω εις τον Άδην, και πάραυτα ήλθεν ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ με τετρακόσιους αγγέλους και εχαιρέτησαν την Παναγίαν και είπον τούτους τους λόγους: Χαίρε του Πατρός το απαύγασμα. Χαίρε του Υιού η κατοίκησις. Χαίρε των επτά ουρανών το στερέωμα• Χαίρε των δεκατεσσάρων ασμάτων το οχύρωμα• Χαίρε των εξαπτερύγων ο έπαινος• Χαίρε των προφητών το κήρυγμα• Χαίρε των του Θεού ποιημάτων υψηλο-τέρα και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα• Χαίρε και η έως του θρόνου του Θεού διελθούσα. Και η Παναγία είπεν εις τον αρχιστρά-τηγον: Χαίροις και συ Μιχαήλ αρχιστράτηγε, και του αοράτου Πατρός λειτουργέ, και του Υιού μου συνόμιλε• Χαίρε ο τον διάβολον καταισχύνας και την αγίαν αυτού στολήν αφελόμενος. Ομοίως και όλους τους αγγέλους εχαιρέτησεν η Παναγία και είπε: χαίρετε και σεις άγιοι άγγελοι και λειτουργοί του Υιού του Θεού μου. Και λέγει πάλιν η Παναγία προς τον αρχιστράτηγον χαίροις Μιχαήλ αρχιστράτηγε, ο πρεσβεύων υπέρ του κό-σμου και πάσης της κτίσεως και παρά τον θρόνον του Θεού αξίως παριστάμενος, και είπε δείξε μου όλους τους αμαρτωλούς όπου κολάζον-ται κάτω εις τον Άδην και ο αρχιστράτηγος είπε μετά πάσης χαράς, ό,τι με ερωτήσης Παναγία μου εγώ θα σου τα ειπώ όλα, και η Παναγία είπε, πόσες κολάσεις είναι των αμαρτωλών; Ο δε αρχιστράτηγος είπε πολλές και αμέτρητες είναι• αμή εις ποίον τόπον ορίζεις να υπάγωμεν; Και η Παναγία είπε εις το δυτικόν μέρος. Και άνοιξεν ο Άδης το στόμα του και εφάνησαν άνδρες και γυναίκες πλήθος πολύ και επί πολλήν ώραν ήκουσε φωνάς και θρήνους πολλούς, και η Παναγία είπε• ποίοι είναι τούτοι και τι το αμάρτημά τους; Και είπεν ο αρχιστράτηγος αυτοί είναι όπου δεν εφύλαξαν τον νόμον του Θεού και τας εντολάς αυτού και δια τούτο κολαζονται. Και είδεν η Παναγία εις τον άλλον τόπον σκότος πολύ και μέγα και είπεν ο αρχιστράτηγος αυτό είναι το αιώνιον σκότος και πολλές ψυχές ευρίσκονται μέσα εις αυτό• και είπεν η Παναγία σηκώσατε το σκότος αυτό δια να ιδώ τους αμαρτωλούς που κολάζονται. Τότε ο αρχιστράτηγος είπε: Ημείς δεν έχωμεν εξουσίαν να σηκώσωμεν το σκότος αυτό. Και οι άγγελοι όπου εφύλαγαν ταις κολάσεσι είπον: Ημείς έχομεν παραγγελίαν από τον Θεόν να μην ίδωσι φως ετούτοι οι κολασμένοι έως την δευτέραν παρουσίαν του Υιού σου, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και τότε η Παναγία εσήκωσε τας χείρας της εις τον ουρανόν και είπεν: Εν ονόματι του πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος να σηκωθή το σκότος αυτό. Και πάραυτα με τον λόγον της Παναγίας εσηκώθη το σκότος ωσάν σύννεφον και εσκέπασε τον ουρανόν και ήτο εκεί πλήθος ανδρών και γυναικών και ήρχετο πολύς στεναγμός από τους αμαρτωλούς και βλέποντάς τους η Παναγία είπε• τι ποιείτε άθλιοι και πως έχετε ταλαίπωροι; και κανένας δεν αποκρίθη• και οι άγγελοι λέγουσιν αυτοίς: διατί δεν απεκρίνεσθε εις ό,τι σας ερωτά η κεχαριτωμένη; και τότε απελογήθησαν οι αμαρτω-λοί και είπασιν: ημείς αφ’ ότου ήλθαμεν εδώ δεν είδαμε φως, αλλ’ είμεθα μέσα εις την πίσσα που βράζει και κοχλάζει ημέρα και νύκτα• και λέγουσι προς την Παναγία: ο Υιός σου ο ευλογημένος ήλθε και δεν μας ελυπήθηκε ούτε ο Αβραάμ, ούτε ο Μωϋσής, ούτε ο Ιωάννης ο βαπτιστής, ούτε άλλοι τινές από τους προφήτας και αγίους και συ Θεοτόκε το τείχος των Χριστιανών• πώς ήλθες προς ημάς; και ερώτησεν η Παναγία ποίοι είναι τούτοι και τι το αμάρτημά τους; και ο αρχιστράτηγος είπε: τούτοι είναι οπού δεν επίστευαν εις τον Πατέρα, Υιόν και το άγιον Πνεύμα, και εσένα, δεν ωμολόγησαν Θεοτόκον, και πως εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός από εσένα, και ότι όλος ο κόσμος τον τιμά και τον μακαρίζει; Και πάλιν έπεσε το σκότος εκείνο και τους εσκέπασεν ωσάν και πρώ-τα. Και ο αρχιστράτηγος είπε: πού ορίζεις, Παναγία μου, να υπάγωμεν; Και η Παναγία είπε: Ας υπάγωμεν εις το βόρειον μέρος. Και παρευθύς εκίνησε το αμάξι το χερουβικόν και οι τετρα-κόσιοι άγγελοι και επήραν την Παναγίαν εις το βόρειον μέρος εκεί όπου έβγαινε ο πύρινος ποταμός, και ήτο εκεί πολύ πλήθος ανδρών και γυναικών μέσα εις τον πύρινον ποταμόν χωσμένοι άλλοι ως τα γόνατα, άλλοι ως το στήθος, άλλοι εως τον λαιμόν και άλλοι έως την κεφαλήν, και ως τους είδεν η Παναγία αναστέναξε και είπε ποιοι είναι τουτοι όπου είναι έως τα γόνατα χω-σμένοι και οι λοιποί που είναι εδώ και τι είναι το αμάρτημά τους; Και ο αρχιστράτηγος είπε: τούτοι οπού είναι έως τα γόνατα χωσμένοι, είναι εκείνοι που παρήκουσαν το θέλημα των γονέων των και τους ύβρι-ζαν και τους αντιλογούσαν, και εκείνοι οπού είναι έως την μέσην είναι εκείνοι οπού εκληρονόμησαν τον βίον των γονέων αυτών και τον έφαγαν με πορνείας και ασωτίας και δεν έδωκαν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς δια την ψυχήν των γονέων των, ούτε τους εμνημόνευσαν και δια τούτο κολάζονται• και εκείνοι όπου είναι εως το στήθος, είναι εκείνοι όπου ύβρισαν τους συντέκνους τους και τους ωνείδησαν• και εκείνοι οπού είναι έως τον λαιμόν είναι όσοι ύβρισαν τους διδασκάλους των και τους έδειραν, οπού τους εσπούδασαν, λέγω τα θεία και τα ιερά γράμματα και ομοιάζουν με τον προδότην Ιούδαν και δια τούτο κολάζονται και εκείνοι οπού είναι έως την κορυφήν είναι εκείνοι οπού τρώγουν τα από απίστων μαγαρισμένα φαγητά και όλοι όσοι εφάγασιν ανθρώ-πινον κρέας• και ο αρχι-στράτηγος είπεν• άκουσον Παναγία μου, αυτοί είναι εκείνοι όπου σκοτώνουν τα παιδιά τους και τα ρίπτουν και τα τρώγουν τα σκυλιά και όσοι παραδίδουν τους αδελφούς των εις τα χέρια των ασεβών και τους τιμωρούν και τους βασα-νίζουν, εκείνοι οπού κρατούσι τον τίμιον σταυ-ρόν και ομνύουσι ψέμματα δια τούτο κολάζονται. Και είδεν η Παναγία εις άλλο μέρος άνθρωπον οπού εκρέμετο από τα χέρια και από τα ποδάρια και τον έτρωγαν τα σκωλήκια της κολάσεως, και είπεν η Παναγία: Ποίος είναι ούτος και τι το αμάρτημά του; Και ο αρχιστράτηγος είπεν αυτός είναι οπού έδιδε τα άσπρα του με τόκον, ήγουν με διάφορον και δια τούτο κολάζεται. Και πάλιν είδεν η Παναγία γυναίκα οπού εκρέματο από τα αυτιά και τα θηρία έτρωγαν τα βυζά της και η Παναγία είπε ποία είναι τούτη και τι το αμάρτημά της; Και είπεν ο αρχιστράτηγος ετούτη είναι οπού επαιραφογράζετο εις τα σπίτια των γειτόνων της και έπερνε λόγια από ένα σπίτι και επήγαινε στο άλλο βάζοντας σκάνδαλα και δια τούτο κολάζεται. Και η Παναγία είπε: κάλλιον να μην είχε γεννηθή. Και είπεν ο αρχιστράτηγος• ακόμη Παναγία μου δεν είδες τις μεγάλες κολάσεις. Και η Παναγία είπεν• ας υπάγω-μεν να τας ίδωμεν. Και παρευθύς οι τετρακόσιοι άγγελοι την επήγαν και είδεν εκεί σκαμιά πεπυρωμένα και εκάθηντο επάνω πολύ πλήθος ανδρών τε και γυναικών και εφλογίζοντο• εδάκρυσε η Παναγία και είπε: πικρά κόλασις είναι αύτη• και τι το αμάρτημα τούτων: και είπεν ο αρχιστράτηγος αυτοί είναι οπού εδέρνασι τους ιερείς άδικα και χωρίς πταίσιμον και δια τούτο κολάζονται• και πάλιν είδεν η Παναγία είς άλλον τόπον κρεββάτια πεπυρωμένα και εκοίτοντο επάνω πλήθος πολύ ανδρών τε και γυναικών και ηρώτησεν η Παναγία ποίοι είναι ετούτοι και τι το αμάρτημα τους; και ο αρχιστράτηγος είπεν• ετούτοι είναι οπού εκοιμόν-τουσαν την αγίαν ημέραν της Κυριακής και δεν επήγαιναν εις την εκκλη-σίαν• και η Παναγία είπεν ακόμη αν δεν ηδύνατο να σηκωθεί τις τότε πώς να κάμη; Και ο αρχιστράτηγος είπεν άκουσον Παναγία• εάν είναι ο άνθρωπος πολύ ασθενής ότι να ανάψη το σπίτι του και να καίεται από τις τέσσερες γωνίες και να μη δύναται να σηκωθή να σβήση τη φωτιά, έχει συμπάθεια. Και η Παναγία είπε. Καλά παθαίνουσι τότε όσοι αμελούσι την ημέραν της αγίας Κυριακής, και πάλιν είδεν εις άλλον τόπον δένδρα σιδερένια αμέτρητα και είχασι κλαδιά σιδερένια και εκρέμονταν εις εκείνα πολλοί άνθρωποι από ταις γλώσσαις και ερώτησεν η Παναγία ποίοι είναι και ποία τα αμαρτήματά τους; και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτοί είναι οι βλάσφημοι, οι καταλαλητάδες, οι πόρνοι, οι κλέπται, οι φονιάδες, οι ψευδομάρτυρες και εκείνοι που χωρίζουν ανδρόγυνα και παιδιά από τους γονείς των και αδελφούς από τα αδέλφια των και όσοι κάμ-νουν αμαρτίαν με τους συγγενείς των και δια τούτο κολάζονται και πάλιν είδε η Παναγία άνθρωπον κρεμα-σμένον από τα είκοσι νύχια και ητο δεμένη η γλώσσα του ώστε δεν ηδύνατο να είπη το Κυριε ελέησον• και εδάκρυσεν η Παναγία και επαρακάλεσε τον Θεόν και ήλθεν άγγελος που είχε την γλώσσαν του δεμένην και την έλυσε και είπε τρεις φορές το Κύριε ελέησον• και ηρώτησεν η Παναγία ποίος είναι τούτος και τι το αμάρτημά του και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτός ήτο οικονόμος εις τα πράγματα της εκκλησίας και δεν τα έσκαπτεν ούτε τα εκαλλιέργει, μόνον τα έτρω-γε και τα χαλούσε και δια τούτο κολάζεται• Και η Παναγία είπε• κακός δούλος και κακώς κριθήσεται• και πάλιν έδεσεν ο άγγελος τη γλώσσα του. Και είδεν η Παναγία άνθρωπον όπου εκρεμάτο από τα είκοσι νύχια και έβγαινε πυρ από την κεφαλήν του και εκατέκαιεν αυτόν και ηρώ-τησε ποίος είναι ούτος και τι το αμάρτημά του; Και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτός ήτο παπάς και ελειτούργει αναξίως και εκαταφρόνει και εμέλιζε τον άγιον άρτον και έπεφταν οι μαργαρίται από τα χέρια του και ο φοβερός θρόνος του Θεού εσαλεύετο και το υποπόδιον αυτού έτρεμε και δια τούτο κολάζεται, και πάλιν είδε η Παναγία άλλον άνθρωπον εις μεγάλα βάσανα και ηρώτησε ποιος ήτο και τι το αμάρτημά του, και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτός ήτο διάκος και εδίδασκεν άλλους και τον εαυτόν του δεν εδίδασκε και αγαπούσε την φιλαργυρίαν και δια τούτο κολάζεται• και είδεν πάλιν η Παναγία άλλον άνθρωπον εις άλλα φρικτά βάσανα και ηρώτησε ποίος είναι και τι το αμάρτημά του και ο αρχιστράτηγος είπεν: αυτός ήτο αναγνώ-στης και ενώ εδίδασκε τους ανθρώπους δεν έκαμνεν εκείνο που έλεγαν αι γραφαί και δια τούτο κολάζεται και ο αρχιστράτηγος είπεν: Ας υπάγωμεν και εις άλλον τόπον και όταν επήγαν εκεί είδεν η Παναγία πύργον μέγαν και σκοτεινόν πολύ και ήτο εκεί μέσα πλήθος ανδρών και γυναικών και τους έτρωγον τα σκουλήκια της κολάσεως. Και ηρώτη-σεν η Παναγία ποίοι είναι και τι το αμάρτημά τους και ο αρχιστράτηγος είπε: Τούτοι είναι οι καλόγηροι όπου δεν ετίμησαν το αγγελικόν σχήμα και πολλοί Πατριάρχαι και Μητροπο-λίται είναι αυτού μέσα και πολλοί άδικοι βασιλείς και κολάζονται• και είδεν η Παναγία γυναίκα, ήτις εκρέματο από τα χέρια και από τα πόδια και έβγαινε φωτιά και κατέκαιεν αυτήν και ηρώτησε η Παναγία ποία είναι αυτή και τι το αμάρτημά της και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτή είναι παπαδιά και δεν εφύλαττε την τιμήν της, αλλά επορνεύετο και δια τούτο κολάζεται. Και πάλιν είδεν η Παναγία άλλην γυναίκα οπού ήταν εις τα μεγάλα βάσανα και ηρώτη-σε ποία είναι και τι το αμάρτημά της και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτή ήτο διακόνισσα και δεν ετίμα τον άνδρα της, αμή επορνεύετο έλεγεν όταν γενή ο άνδρας μου παπάς τότε θέλω τον τιμήσει. Και ο αρχιστράτηγος είπε; πού ορίζεις Παναγία μου να υπάγωμεν; Και είπεν η Παναγία• εις το νότιον μέρος. Και παρευθύς εκίνησε το αμάξι το χερου-βικόν και οι τετρακόσιοι άγγελοι και επήγαν την Παναγίαν εις το νότιον μέρος, εκεί όπου έβγαινε ο πύρινος ποταμός και εκόχλαζε και έκανε κύματα ωσάν άγρια θάλασσα και εξεβύθιζε τους αμαρτωλούς δέκα χιλιάδες οργυές και εδάκρυσεν η Παναγία και είπεν• ποίοι είναι τούτοι και τι το αμάρτημά τους; κι’ ο αρχιστράτηγος είπεν• είναι αυτοί οπού επαραμόνευαν, οπού παραζύγιαδαν και οι κάπηλοι που έβαζαν νερό εις το κρασί και αδικούσαν τους αθρώπους, και όσοι μεθούν και παραλογίζουν, όσοι κάμνουν αδικίας και τρώγουν τους κόπους των άλλων, όσοι είναι πλούσιοι και δεν δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, αλλά τρώγουν και πίνουν ωσάν τα άλογα ζώα και άδικοι βασιλείς και κριτάδες και όλοι οι ασεβείς και όσοι κάμνουν αμαρτίαν με παπαδιές και καλογρηές και δια τούτο κολάζονται• και πάλιν είδε η Παναγία γυναίκα και εκαίετο εις την φωτιάν και ηρώτησεν ποία ήτο και τι το αμάρτημά της και ο αρχιστράτηγος είπεν αύτη ήτο καλογρηά και δεν εφύλαξεν την παρθενίαν της αλλά επορνεύετο κρυφίως και δια τούτο κολάζεται• και πάλιν επήγε η Παναγία εις άλλον τόπον και ήτο εκεί ποταμός μέγας και σκοτεινός πολύ, ο λεγόμενος Τάρταρος και ήτο εκεί πλήθος ανδρών τε και γυναικών• και εκυμάτιζεν ο ποταμός ωσάν άγρια θάλασσα• και εξεβύθιζε τους αμαρτωλούς σαράντα χιλιάδες οργυιές και δεν εσώνανε να ειπούνε το Κύριε ελέησον• και οι άγγελοι οπού εφύλαγαν τας κολάσεις, όταν είδον την Παναγία είπον• Χαίρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε παρθένε, χαίροις και συ Μιχαήλ αρχιστράτηγε και προστάτα του Θεού ημών. Και η Παναγία είπε χαίρετε και σεις άγιοι άγγελοι και λειτουργοί του Υιού μου και Θεού υμών• και οι άγγελοι είπον ημείς δεν ήλθομεν Παναγία μου προς σε και συ πως ήλθες προς ημάς; και είπον οι άγγελοι το Κύριε ελέησον τρεις φοράς και παρευθύς έπαυ-σεν η φουρτούνα και ερράγησαν τα κύματα, και εφάνησαν οι αμαρτωλοί. Και ηρώτησεν η Παναγία ποίοι ήσαν και ποία τα αμαρτήματά τους και ο αρχιστράτηγος είπε• τούτοι είναι οι εβραίοι οπού εσταύρωσαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και όλα τα έθνη τα άπιστα, και εκείνοι οπού φαρμακεύουν ανθρώπους και πεθαίνουν και οι γυναίκες οπού πνίγουσι τα παιδιά τους και τα ρίχνουν και εκείνες που μαντεύουν και κάνουσι μαγείαν. Και η Παναγία είπε• καθώς έκαμναν ηύραν. Και ήρχισεν πάλιν ο πύρινος ποταμός τα κύματά του ως τα πρώτα. Ο αρχιστράτηγος είπεν όποιος βαλθή εις ταύτην την κόλασιν δεν βγαίνει πλέον αλλοίμονον εις τους αμαρτωλούς, ότι πάντοτε έχουσι την κόλασιν.
Και η Παναγία είπεν• ας υπάγωμεν εις άλλον τόπον• και όταν επήγαν εκεί ήσαν λίμναι πύριναι και είχαν βρώμαν μεγάλην και έκαιον πίσσαν, κατράμι και θειάφι και ήτο εκεί μέσα πλήθος ανδρών τε και γυναικών και άλλοι εφαίνοντο και άλλων μόνον αι φωναί των ηκούοντο• και ηρώτησεν η Παναγία, ποίοι είναι τούτοι και τι το αμάρτημά τους; Και ο αρχιστράτηγος είπε• τούτοι είναι εκείνοι που έκαμαν αμαρτίαν με τας αδελφάς των, και με ταις εξαδέλφαις των, και με ταις πεθεραίς των, με ταις μητραιαίς τους και με ταις συντέκνισσαις τους και όλοι όσοι πορνεύουσι με ξένας γυναίκας και πλέον σωσμόν δεν έχουσι και όσοι ακού-ουσι τας αγίας γραφάς και γελούν και όσοι ψευδο-μαρτυρούν και αγαπούν τα ξένα και ζημιώνουν τους πτωχούς και τας χήρας, και όσοι αποθνήσκουν αμετανό-ητοι και δεν ηγάπησαν την δικαιοσύνην, και όσοι δεν ελεούν τους πτωχούς και τους ξένους και δια τούτο κολάζονται. Και η Παναγία είπε: Να συνάξω τας στρατιάς των αγγέλων και αρχαγγέλων και όλων των αγίων, ίνα παρακαλέσωμεν τον Θεόν δια τους αμαρτωλούς. Ο δε αρ-χιστράτηγος είπεν• Ημείς Παναγία μου, όταν τον αρχαγγελικόν ποιώμεν ύμνον αναφέρωμεν και δια τους αμαρτωλούς επτά φορές την ημέρα αλλά δεν εισακουόμεθα. Και η Παναγία είπε: Πάρετέ με να υπάγωμεν ενώπιον του Θεού. Και παρευθύς την έφεραν έμπροσθεν του Παντοκράτορος και είπεν: Ελέησον Δέσποτα τους αμαρτωλούς, διότι πολλά τους ελυπήθηκα εις τα βάσανα όπου είδα και έχουν εις την κόλασιν. Και ήκουσε φωνήν όπου έλεγεν ούτω: Δεν θέλω τους ελεήσει διότι δεν έκαμαν καλόν εις όλην των την ζωήν• δεν ετίμησαν τους αδελφούς των, δεν ελέησαν τους πτωχούς, αλλ’ ούτε εδόξασαν ποτέ το όνομά μου• δεν ετήρησαν τας παραγγελίας μου• δεν ετίμησαν την αγίαν Κυριακήν και τας εορτάς των αγίων μου αλλ’ εδούλευαν.
Εις την εκκησίαν μου δεν επήγαιναν, μόνον εις καπηλεία και εις διασκε-δάσεις έτρεχον και δια τούτο δεν θέλω να τους ελεήσω. Και πάλιν είπε η Παναγία• ελέησον Δέσποτα τους αμαρτωλούς, το πλάσμα των χειρών, αν και αμαρτωλοί είναι συγχώρη-σέ τους δια λόγου μου ότι δε δύναμαι να τους βλέπω να βασανίζωνται, διότι πας χριστιανός το όνομά μου επικαλείται και λέγει το Παναγία Θεοτόκε βοήθει μοι. Και πάλιν ήκουσε φωνήν όπου έλεγεν ούτω: άκουσον Παναγία και Μητέρα μου όποιος τον τιμά και σε επικαλείται θέλω τον τιμήσει κι’ εγώ όπου έπλασα τον άνθρωπον και τον έκαμα αυθέντην τού Παραδείσου και αυτός παρήκουσε την εντολήν μου και τον έβγαλα από τον Παράδεισον. Και πάλιν δι’ αυτόν κατέβηκα εις την γην και με ωνείδησαν, και με ύβρισαν και μου έβαλαν ακάνθινον στέφανον εις την κεφαλήν και μου εκάρ-φωσαν τας χείρας εις τον σταυρόν και με εκέντησαν εις το πλευρόν με το κοντάρι, και με επότισαν χολήν και όξος οι παράνομοι εβραίοι και έθαψαν εις τον τάφον, και πάλιν εις τρεις ημέρας αναστήθηκα και ανέστησα και νεκρούς αναληφθείς μετά σαράντα ημέρας εις τους ουρανούς. Έκαμα πάν ό,τι τους έταξα και αυτοί δεν έκαμαν εκείνα που παρήγγειλα και δια τούτο δεν τους λυπούμαι να τους ελεήσω. Ήκουσε τους λόγους τούτους η Παναγία και είπε με μεγάλη φωνήν: Πού είναι τα τάγματα των αγγέλων και των αρχαγγέλων; που είναι ο Ιωάννης ο βαπτιστής και πρόδρομος; πού είναι οι δώδεκα Απόστολοι και οι άλλοι εβδομήκοντα; πού είναι οι προφήται και οι μάρτυρες και όλοι οι άγιοι όσοι έχουν παρρησίαν εις τον Θεόν; Ελάτε να προσπέσωμεν και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν μήπως και εισακούση της δεήσεώς μας δια τους αμαρτωλούς και μή αποδώση αυτοίς κατά τας αμαρτίας αυτών αλλά κατά τα ελέη του ελεήσει αυτούς. Πάραυτα εσυνάχθησαν οι άγιοι πάντες και τα αγγελικά τάγματα και εδέοντο μετά της Παναγίας. Ήκουσαν τότε φωνήν όπου έλεγεν: έτσι διατί με παρακαλείτε! Και απελογήθησαν και είπον: Κϋριε ελέησον τους αμαρτωλούς. Και ο Πανάγαθος Θεός είπε δια την άχραντόν μου Μητέρα και δια τα πλήθη των αρχαγγέλων και όλων μου των αγίων, δίδω ανάπαυσιν εις τους αμαρτωλούς ημέρας πεντήκοντα επτά ήγουν από την Λαμπράν έως των αγίων Πάντων, και όταν ήκουσαν οι άγιοι ταύτην την φωνήν, ευχαρίστησαν και είπον: ευχαριστούμεν Σε Υιέ του Θεού του ζώντος, όπου εισήκουσες την δέησιν μας και έδωσες άνεσιν εις τους αμαρτωλούς. Και πάλιν ήκουσαν φωνήν όπου έλεγεν: επάρετε την Παναγίαν και υπάγετέ την εις τον Παράδεισον, δια να ιδή τους εκλεκτους και αγίους μου να χαρή. Και παρευθύς εκίνησε το αμάξι το χερουβικόν και οι τετρακόσιοι άγγελοι και επήγαν την Παναγία εις τον Παράδεισον και είδεν εκεί πατριάρχας και μητρο-πολίτας, ιερείς και διακόνους και καλογραίας, ψάλτας και αναγνώστας, βασιλείς, κριτάς και άρχοντας όπου έλαμπαν ώσπερ ο ήλιος. Και ηρώτησεν η Παναγία ποίοι είναι αυτοί και ποίας αρετάς έκαμαν και έχουσι τέτοιαν χάριν και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτοί είναι που έκαμαν τα καλά έργα εις τον κόσμον και εμίσησαν το ψεύδος και επολέμησαν με θάρρος την αδικίαν, και ετήρησαν με πίστην τας εντολάς του Θεού και τα παραγγέλματα του Υιού σου και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού• αυτοί είναι οι δίκαιοι και οι ευσεβείς οι μάρτυρες και όλοι όσοι ετίμησαν τον Πανάγαθον Θεόν, τον Υιόν αυτού και το άγιον Πνεύμα• μέσα αυτού είναι οι ελεήμονες και φιλάνθρωποι και πάντες όσοι έκαμαν το καλόν και με λόγον και έργον.
Αλλοίμονον μόνον εις τους αμαρτωλούς οίτινες και συνέγραψαν όσα ήκουσαν και τα άφησαν εις τον κόσμον προς νουθεσίαν των ανθρώπων και καλόν είναι όσοι τα ακούσωσι να φυλάγωνται και να μην κάμνουσι αμαρτίας εις την ζωήν των, αλλά και εκείνοι που έχουσι αυτήν την αγίαν αποκάλυψιν να την αναγιγνώσκουσι μετά φόβου και πίστεως• θέλουν λάβει χάριν εν τη δευτέρα και φρικτή παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Τέλος και τω Θεώ δόξα.
ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ήτις μετέβη εις τον Άδην και είδε πώς κολάζονται οι αμαρτωλοί
Τω καιρώ εκείνω ότε έμελλε να μεταστή η Υπεραγία Θεοτόκος ανέβη εις το όρος των Ελαιών δια να προσευχηθή και είπεν εν ονόματι του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος να έλθη ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ δια να μου δείξη τας κολάσεις όπου κολάζονται οι αμαρτωλοί κάτω εις τον Άδην, και πάραυτα ήλθεν ο αρχιστράτηγος Μιχαήλ με τετρακόσιους αγγέλους και εχαιρέτησαν την Παναγίαν και είπον τούτους τους λόγους: Χαίρε του Πατρός το απαύγασμα. Χαίρε του Υιού η κατοίκησις. Χαίρε των επτά ουρανών το στερέωμα• Χαίρε των δεκατεσσάρων ασμάτων το οχύρωμα• Χαίρε των εξαπτερύγων ο έπαινος• Χαίρε των προφητών το κήρυγμα• Χαίρε των του Θεού ποιημάτων υψηλο-τέρα και πάσης κτίσεως τιμιωτέρα• Χαίρε και η έως του θρόνου του Θεού διελθούσα. Και η Παναγία είπεν εις τον αρχιστρά-τηγον: Χαίροις και συ Μιχαήλ αρχιστράτηγε, και του αοράτου Πατρός λειτουργέ, και του Υιού μου συνόμιλε• Χαίρε ο τον διάβολον καταισχύνας και την αγίαν αυτού στολήν αφελόμενος. Ομοίως και όλους τους αγγέλους εχαιρέτησεν η Παναγία και είπε: χαίρετε και σεις άγιοι άγγελοι και λειτουργοί του Υιού του Θεού μου. Και λέγει πάλιν η Παναγία προς τον αρχιστράτηγον χαίροις Μιχαήλ αρχιστράτηγε, ο πρεσβεύων υπέρ του κό-σμου και πάσης της κτίσεως και παρά τον θρόνον του Θεού αξίως παριστάμενος, και είπε δείξε μου όλους τους αμαρτωλούς όπου κολάζον-ται κάτω εις τον Άδην και ο αρχιστράτηγος είπε μετά πάσης χαράς, ό,τι με ερωτήσης Παναγία μου εγώ θα σου τα ειπώ όλα, και η Παναγία είπε, πόσες κολάσεις είναι των αμαρτωλών; Ο δε αρχιστράτηγος είπε πολλές και αμέτρητες είναι• αμή εις ποίον τόπον ορίζεις να υπάγωμεν; Και η Παναγία είπε εις το δυτικόν μέρος. Και άνοιξεν ο Άδης το στόμα του και εφάνησαν άνδρες και γυναίκες πλήθος πολύ και επί πολλήν ώραν ήκουσε φωνάς και θρήνους πολλούς, και η Παναγία είπε• ποίοι είναι τούτοι και τι το αμάρτημά τους; Και είπεν ο αρχιστράτηγος αυτοί είναι όπου δεν εφύλαξαν τον νόμον του Θεού και τας εντολάς αυτού και δια τούτο κολαζονται. Και είδεν η Παναγία εις τον άλλον τόπον σκότος πολύ και μέγα και είπεν ο αρχιστράτηγος αυτό είναι το αιώνιον σκότος και πολλές ψυχές ευρίσκονται μέσα εις αυτό• και είπεν η Παναγία σηκώσατε το σκότος αυτό δια να ιδώ τους αμαρτωλούς που κολάζονται. Τότε ο αρχιστράτηγος είπε: Ημείς δεν έχωμεν εξουσίαν να σηκώσωμεν το σκότος αυτό. Και οι άγγελοι όπου εφύλαγαν ταις κολάσεσι είπον: Ημείς έχομεν παραγγελίαν από τον Θεόν να μην ίδωσι φως ετούτοι οι κολασμένοι έως την δευτέραν παρουσίαν του Υιού σου, του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και τότε η Παναγία εσήκωσε τας χείρας της εις τον ουρανόν και είπεν: Εν ονόματι του πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος να σηκωθή το σκότος αυτό. Και πάραυτα με τον λόγον της Παναγίας εσηκώθη το σκότος ωσάν σύννεφον και εσκέπασε τον ουρανόν και ήτο εκεί πλήθος ανδρών και γυναικών και ήρχετο πολύς στεναγμός από τους αμαρτωλούς και βλέποντάς τους η Παναγία είπε• τι ποιείτε άθλιοι και πως έχετε ταλαίπωροι; και κανένας δεν αποκρίθη• και οι άγγελοι λέγουσιν αυτοίς: διατί δεν απεκρίνεσθε εις ό,τι σας ερωτά η κεχαριτωμένη; και τότε απελογήθησαν οι αμαρτω-λοί και είπασιν: ημείς αφ’ ότου ήλθαμεν εδώ δεν είδαμε φως, αλλ’ είμεθα μέσα εις την πίσσα που βράζει και κοχλάζει ημέρα και νύκτα• και λέγουσι προς την Παναγία: ο Υιός σου ο ευλογημένος ήλθε και δεν μας ελυπήθηκε ούτε ο Αβραάμ, ούτε ο Μωϋσής, ούτε ο Ιωάννης ο βαπτιστής, ούτε άλλοι τινές από τους προφήτας και αγίους και συ Θεοτόκε το τείχος των Χριστιανών• πώς ήλθες προς ημάς; και ερώτησεν η Παναγία ποίοι είναι τούτοι και τι το αμάρτημά τους; και ο αρχιστράτηγος είπε: τούτοι είναι οπού δεν επίστευαν εις τον Πατέρα, Υιόν και το άγιον Πνεύμα, και εσένα, δεν ωμολόγησαν Θεοτόκον, και πως εγεννήθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός από εσένα, και ότι όλος ο κόσμος τον τιμά και τον μακαρίζει; Και πάλιν έπεσε το σκότος εκείνο και τους εσκέπασεν ωσάν και πρώ-τα. Και ο αρχιστράτηγος είπε: πού ορίζεις, Παναγία μου, να υπάγωμεν; Και η Παναγία είπε: Ας υπάγωμεν εις το βόρειον μέρος. Και παρευθύς εκίνησε το αμάξι το χερουβικόν και οι τετρα-κόσιοι άγγελοι και επήραν την Παναγίαν εις το βόρειον μέρος εκεί όπου έβγαινε ο πύρινος ποταμός, και ήτο εκεί πολύ πλήθος ανδρών και γυναικών μέσα εις τον πύρινον ποταμόν χωσμένοι άλλοι ως τα γόνατα, άλλοι ως το στήθος, άλλοι εως τον λαιμόν και άλλοι έως την κεφαλήν, και ως τους είδεν η Παναγία αναστέναξε και είπε ποιοι είναι τουτοι όπου είναι έως τα γόνατα χω-σμένοι και οι λοιποί που είναι εδώ και τι είναι το αμάρτημά τους; Και ο αρχιστράτηγος είπε: τούτοι οπού είναι έως τα γόνατα χωσμένοι, είναι εκείνοι που παρήκουσαν το θέλημα των γονέων των και τους ύβρι-ζαν και τους αντιλογούσαν, και εκείνοι οπού είναι έως την μέσην είναι εκείνοι οπού εκληρονόμησαν τον βίον των γονέων αυτών και τον έφαγαν με πορνείας και ασωτίας και δεν έδωκαν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς δια την ψυχήν των γονέων των, ούτε τους εμνημόνευσαν και δια τούτο κολάζονται• και εκείνοι όπου είναι εως το στήθος, είναι εκείνοι όπου ύβρισαν τους συντέκνους τους και τους ωνείδησαν• και εκείνοι οπού είναι έως τον λαιμόν είναι όσοι ύβρισαν τους διδασκάλους των και τους έδειραν, οπού τους εσπούδασαν, λέγω τα θεία και τα ιερά γράμματα και ομοιάζουν με τον προδότην Ιούδαν και δια τούτο κολάζονται και εκείνοι οπού είναι έως την κορυφήν είναι εκείνοι οπού τρώγουν τα από απίστων μαγαρισμένα φαγητά και όλοι όσοι εφάγασιν ανθρώ-πινον κρέας• και ο αρχι-στράτηγος είπεν• άκουσον Παναγία μου, αυτοί είναι εκείνοι όπου σκοτώνουν τα παιδιά τους και τα ρίπτουν και τα τρώγουν τα σκυλιά και όσοι παραδίδουν τους αδελφούς των εις τα χέρια των ασεβών και τους τιμωρούν και τους βασα-νίζουν, εκείνοι οπού κρατούσι τον τίμιον σταυ-ρόν και ομνύουσι ψέμματα δια τούτο κολάζονται. Και είδεν η Παναγία εις άλλο μέρος άνθρωπον οπού εκρέμετο από τα χέρια και από τα ποδάρια και τον έτρωγαν τα σκωλήκια της κολάσεως, και είπεν η Παναγία: Ποίος είναι ούτος και τι το αμάρτημά του; Και ο αρχιστράτηγος είπεν αυτός είναι οπού έδιδε τα άσπρα του με τόκον, ήγουν με διάφορον και δια τούτο κολάζεται. Και πάλιν είδεν η Παναγία γυναίκα οπού εκρέματο από τα αυτιά και τα θηρία έτρωγαν τα βυζά της και η Παναγία είπε ποία είναι τούτη και τι το αμάρτημά της; Και είπεν ο αρχιστράτηγος ετούτη είναι οπού επαιραφογράζετο εις τα σπίτια των γειτόνων της και έπερνε λόγια από ένα σπίτι και επήγαινε στο άλλο βάζοντας σκάνδαλα και δια τούτο κολάζεται. Και η Παναγία είπε: κάλλιον να μην είχε γεννηθή. Και είπεν ο αρχιστράτηγος• ακόμη Παναγία μου δεν είδες τις μεγάλες κολάσεις. Και η Παναγία είπεν• ας υπάγω-μεν να τας ίδωμεν. Και παρευθύς οι τετρακόσιοι άγγελοι την επήγαν και είδεν εκεί σκαμιά πεπυρωμένα και εκάθηντο επάνω πολύ πλήθος ανδρών τε και γυναικών και εφλογίζοντο• εδάκρυσε η Παναγία και είπε: πικρά κόλασις είναι αύτη• και τι το αμάρτημα τούτων: και είπεν ο αρχιστράτηγος αυτοί είναι οπού εδέρνασι τους ιερείς άδικα και χωρίς πταίσιμον και δια τούτο κολάζονται• και πάλιν είδεν η Παναγία είς άλλον τόπον κρεββάτια πεπυρωμένα και εκοίτοντο επάνω πλήθος πολύ ανδρών τε και γυναικών και ηρώτησεν η Παναγία ποίοι είναι ετούτοι και τι το αμάρτημα τους; και ο αρχιστράτηγος είπεν• ετούτοι είναι οπού εκοιμόν-τουσαν την αγίαν ημέραν της Κυριακής και δεν επήγαιναν εις την εκκλη-σίαν• και η Παναγία είπεν ακόμη αν δεν ηδύνατο να σηκωθεί τις τότε πώς να κάμη; Και ο αρχιστράτηγος είπεν άκουσον Παναγία• εάν είναι ο άνθρωπος πολύ ασθενής ότι να ανάψη το σπίτι του και να καίεται από τις τέσσερες γωνίες και να μη δύναται να σηκωθή να σβήση τη φωτιά, έχει συμπάθεια. Και η Παναγία είπε. Καλά παθαίνουσι τότε όσοι αμελούσι την ημέραν της αγίας Κυριακής, και πάλιν είδεν εις άλλον τόπον δένδρα σιδερένια αμέτρητα και είχασι κλαδιά σιδερένια και εκρέμονταν εις εκείνα πολλοί άνθρωποι από ταις γλώσσαις και ερώτησεν η Παναγία ποίοι είναι και ποία τα αμαρτήματά τους; και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτοί είναι οι βλάσφημοι, οι καταλαλητάδες, οι πόρνοι, οι κλέπται, οι φονιάδες, οι ψευδομάρτυρες και εκείνοι που χωρίζουν ανδρόγυνα και παιδιά από τους γονείς των και αδελφούς από τα αδέλφια των και όσοι κάμ-νουν αμαρτίαν με τους συγγενείς των και δια τούτο κολάζονται και πάλιν είδε η Παναγία άνθρωπον κρεμα-σμένον από τα είκοσι νύχια και ητο δεμένη η γλώσσα του ώστε δεν ηδύνατο να είπη το Κυριε ελέησον• και εδάκρυσεν η Παναγία και επαρακάλεσε τον Θεόν και ήλθεν άγγελος που είχε την γλώσσαν του δεμένην και την έλυσε και είπε τρεις φορές το Κύριε ελέησον• και ηρώτησεν η Παναγία ποίος είναι τούτος και τι το αμάρτημά του και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτός ήτο οικονόμος εις τα πράγματα της εκκλησίας και δεν τα έσκαπτεν ούτε τα εκαλλιέργει, μόνον τα έτρω-γε και τα χαλούσε και δια τούτο κολάζεται• Και η Παναγία είπε• κακός δούλος και κακώς κριθήσεται• και πάλιν έδεσεν ο άγγελος τη γλώσσα του. Και είδεν η Παναγία άνθρωπον όπου εκρεμάτο από τα είκοσι νύχια και έβγαινε πυρ από την κεφαλήν του και εκατέκαιεν αυτόν και ηρώ-τησε ποίος είναι ούτος και τι το αμάρτημά του; Και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτός ήτο παπάς και ελειτούργει αναξίως και εκαταφρόνει και εμέλιζε τον άγιον άρτον και έπεφταν οι μαργαρίται από τα χέρια του και ο φοβερός θρόνος του Θεού εσαλεύετο και το υποπόδιον αυτού έτρεμε και δια τούτο κολάζεται, και πάλιν είδε η Παναγία άλλον άνθρωπον εις μεγάλα βάσανα και ηρώτησε ποιος ήτο και τι το αμάρτημά του, και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτός ήτο διάκος και εδίδασκεν άλλους και τον εαυτόν του δεν εδίδασκε και αγαπούσε την φιλαργυρίαν και δια τούτο κολάζεται• και είδεν πάλιν η Παναγία άλλον άνθρωπον εις άλλα φρικτά βάσανα και ηρώτησε ποίος είναι και τι το αμάρτημά του και ο αρχιστράτηγος είπεν: αυτός ήτο αναγνώ-στης και ενώ εδίδασκε τους ανθρώπους δεν έκαμνεν εκείνο που έλεγαν αι γραφαί και δια τούτο κολάζεται και ο αρχιστράτηγος είπεν: Ας υπάγωμεν και εις άλλον τόπον και όταν επήγαν εκεί είδεν η Παναγία πύργον μέγαν και σκοτεινόν πολύ και ήτο εκεί μέσα πλήθος ανδρών και γυναικών και τους έτρωγον τα σκουλήκια της κολάσεως. Και ηρώτη-σεν η Παναγία ποίοι είναι και τι το αμάρτημά τους και ο αρχιστράτηγος είπε: Τούτοι είναι οι καλόγηροι όπου δεν ετίμησαν το αγγελικόν σχήμα και πολλοί Πατριάρχαι και Μητροπο-λίται είναι αυτού μέσα και πολλοί άδικοι βασιλείς και κολάζονται• και είδεν η Παναγία γυναίκα, ήτις εκρέματο από τα χέρια και από τα πόδια και έβγαινε φωτιά και κατέκαιεν αυτήν και ηρώτησε η Παναγία ποία είναι αυτή και τι το αμάρτημά της και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτή είναι παπαδιά και δεν εφύλαττε την τιμήν της, αλλά επορνεύετο και δια τούτο κολάζεται. Και πάλιν είδεν η Παναγία άλλην γυναίκα οπού ήταν εις τα μεγάλα βάσανα και ηρώτη-σε ποία είναι και τι το αμάρτημά της και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτή ήτο διακόνισσα και δεν ετίμα τον άνδρα της, αμή επορνεύετο έλεγεν όταν γενή ο άνδρας μου παπάς τότε θέλω τον τιμήσει. Και ο αρχιστράτηγος είπε; πού ορίζεις Παναγία μου να υπάγωμεν; Και είπεν η Παναγία• εις το νότιον μέρος. Και παρευθύς εκίνησε το αμάξι το χερου-βικόν και οι τετρακόσιοι άγγελοι και επήγαν την Παναγίαν εις το νότιον μέρος, εκεί όπου έβγαινε ο πύρινος ποταμός και εκόχλαζε και έκανε κύματα ωσάν άγρια θάλασσα και εξεβύθιζε τους αμαρτωλούς δέκα χιλιάδες οργυές και εδάκρυσεν η Παναγία και είπεν• ποίοι είναι τούτοι και τι το αμάρτημά τους; κι’ ο αρχιστράτηγος είπεν• είναι αυτοί οπού επαραμόνευαν, οπού παραζύγιαδαν και οι κάπηλοι που έβαζαν νερό εις το κρασί και αδικούσαν τους αθρώπους, και όσοι μεθούν και παραλογίζουν, όσοι κάμνουν αδικίας και τρώγουν τους κόπους των άλλων, όσοι είναι πλούσιοι και δεν δίδουν ελεημοσύνην εις τους πτωχούς, αλλά τρώγουν και πίνουν ωσάν τα άλογα ζώα και άδικοι βασιλείς και κριτάδες και όλοι οι ασεβείς και όσοι κάμνουν αμαρτίαν με παπαδιές και καλογρηές και δια τούτο κολάζονται• και πάλιν είδε η Παναγία γυναίκα και εκαίετο εις την φωτιάν και ηρώτησεν ποία ήτο και τι το αμάρτημά της και ο αρχιστράτηγος είπεν αύτη ήτο καλογρηά και δεν εφύλαξεν την παρθενίαν της αλλά επορνεύετο κρυφίως και δια τούτο κολάζεται• και πάλιν επήγε η Παναγία εις άλλον τόπον και ήτο εκεί ποταμός μέγας και σκοτεινός πολύ, ο λεγόμενος Τάρταρος και ήτο εκεί πλήθος ανδρών τε και γυναικών• και εκυμάτιζεν ο ποταμός ωσάν άγρια θάλασσα• και εξεβύθιζε τους αμαρτωλούς σαράντα χιλιάδες οργυιές και δεν εσώνανε να ειπούνε το Κύριε ελέησον• και οι άγγελοι οπού εφύλαγαν τας κολάσεις, όταν είδον την Παναγία είπον• Χαίρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε παρθένε, χαίροις και συ Μιχαήλ αρχιστράτηγε και προστάτα του Θεού ημών. Και η Παναγία είπε χαίρετε και σεις άγιοι άγγελοι και λειτουργοί του Υιού μου και Θεού υμών• και οι άγγελοι είπον ημείς δεν ήλθομεν Παναγία μου προς σε και συ πως ήλθες προς ημάς; και είπον οι άγγελοι το Κύριε ελέησον τρεις φοράς και παρευθύς έπαυ-σεν η φουρτούνα και ερράγησαν τα κύματα, και εφάνησαν οι αμαρτωλοί. Και ηρώτησεν η Παναγία ποίοι ήσαν και ποία τα αμαρτήματά τους και ο αρχιστράτηγος είπε• τούτοι είναι οι εβραίοι οπού εσταύρωσαν τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και όλα τα έθνη τα άπιστα, και εκείνοι οπού φαρμακεύουν ανθρώπους και πεθαίνουν και οι γυναίκες οπού πνίγουσι τα παιδιά τους και τα ρίχνουν και εκείνες που μαντεύουν και κάνουσι μαγείαν. Και η Παναγία είπε• καθώς έκαμναν ηύραν. Και ήρχισεν πάλιν ο πύρινος ποταμός τα κύματά του ως τα πρώτα. Ο αρχιστράτηγος είπεν όποιος βαλθή εις ταύτην την κόλασιν δεν βγαίνει πλέον αλλοίμονον εις τους αμαρτωλούς, ότι πάντοτε έχουσι την κόλασιν.
Και η Παναγία είπεν• ας υπάγωμεν εις άλλον τόπον• και όταν επήγαν εκεί ήσαν λίμναι πύριναι και είχαν βρώμαν μεγάλην και έκαιον πίσσαν, κατράμι και θειάφι και ήτο εκεί μέσα πλήθος ανδρών τε και γυναικών και άλλοι εφαίνοντο και άλλων μόνον αι φωναί των ηκούοντο• και ηρώτησεν η Παναγία, ποίοι είναι τούτοι και τι το αμάρτημά τους; Και ο αρχιστράτηγος είπε• τούτοι είναι εκείνοι που έκαμαν αμαρτίαν με τας αδελφάς των, και με ταις εξαδέλφαις των, και με ταις πεθεραίς των, με ταις μητραιαίς τους και με ταις συντέκνισσαις τους και όλοι όσοι πορνεύουσι με ξένας γυναίκας και πλέον σωσμόν δεν έχουσι και όσοι ακού-ουσι τας αγίας γραφάς και γελούν και όσοι ψευδο-μαρτυρούν και αγαπούν τα ξένα και ζημιώνουν τους πτωχούς και τας χήρας, και όσοι αποθνήσκουν αμετανό-ητοι και δεν ηγάπησαν την δικαιοσύνην, και όσοι δεν ελεούν τους πτωχούς και τους ξένους και δια τούτο κολάζονται. Και η Παναγία είπε: Να συνάξω τας στρατιάς των αγγέλων και αρχαγγέλων και όλων των αγίων, ίνα παρακαλέσωμεν τον Θεόν δια τους αμαρτωλούς. Ο δε αρ-χιστράτηγος είπεν• Ημείς Παναγία μου, όταν τον αρχαγγελικόν ποιώμεν ύμνον αναφέρωμεν και δια τους αμαρτωλούς επτά φορές την ημέρα αλλά δεν εισακουόμεθα. Και η Παναγία είπε: Πάρετέ με να υπάγωμεν ενώπιον του Θεού. Και παρευθύς την έφεραν έμπροσθεν του Παντοκράτορος και είπεν: Ελέησον Δέσποτα τους αμαρτωλούς, διότι πολλά τους ελυπήθηκα εις τα βάσανα όπου είδα και έχουν εις την κόλασιν. Και ήκουσε φωνήν όπου έλεγεν ούτω: Δεν θέλω τους ελεήσει διότι δεν έκαμαν καλόν εις όλην των την ζωήν• δεν ετίμησαν τους αδελφούς των, δεν ελέησαν τους πτωχούς, αλλ’ ούτε εδόξασαν ποτέ το όνομά μου• δεν ετήρησαν τας παραγγελίας μου• δεν ετίμησαν την αγίαν Κυριακήν και τας εορτάς των αγίων μου αλλ’ εδούλευαν.
Εις την εκκησίαν μου δεν επήγαιναν, μόνον εις καπηλεία και εις διασκε-δάσεις έτρεχον και δια τούτο δεν θέλω να τους ελεήσω. Και πάλιν είπε η Παναγία• ελέησον Δέσποτα τους αμαρτωλούς, το πλάσμα των χειρών, αν και αμαρτωλοί είναι συγχώρη-σέ τους δια λόγου μου ότι δε δύναμαι να τους βλέπω να βασανίζωνται, διότι πας χριστιανός το όνομά μου επικαλείται και λέγει το Παναγία Θεοτόκε βοήθει μοι. Και πάλιν ήκουσε φωνήν όπου έλεγεν ούτω: άκουσον Παναγία και Μητέρα μου όποιος τον τιμά και σε επικαλείται θέλω τον τιμήσει κι’ εγώ όπου έπλασα τον άνθρωπον και τον έκαμα αυθέντην τού Παραδείσου και αυτός παρήκουσε την εντολήν μου και τον έβγαλα από τον Παράδεισον. Και πάλιν δι’ αυτόν κατέβηκα εις την γην και με ωνείδησαν, και με ύβρισαν και μου έβαλαν ακάνθινον στέφανον εις την κεφαλήν και μου εκάρ-φωσαν τας χείρας εις τον σταυρόν και με εκέντησαν εις το πλευρόν με το κοντάρι, και με επότισαν χολήν και όξος οι παράνομοι εβραίοι και έθαψαν εις τον τάφον, και πάλιν εις τρεις ημέρας αναστήθηκα και ανέστησα και νεκρούς αναληφθείς μετά σαράντα ημέρας εις τους ουρανούς. Έκαμα πάν ό,τι τους έταξα και αυτοί δεν έκαμαν εκείνα που παρήγγειλα και δια τούτο δεν τους λυπούμαι να τους ελεήσω. Ήκουσε τους λόγους τούτους η Παναγία και είπε με μεγάλη φωνήν: Πού είναι τα τάγματα των αγγέλων και των αρχαγγέλων; που είναι ο Ιωάννης ο βαπτιστής και πρόδρομος; πού είναι οι δώδεκα Απόστολοι και οι άλλοι εβδομήκοντα; πού είναι οι προφήται και οι μάρτυρες και όλοι οι άγιοι όσοι έχουν παρρησίαν εις τον Θεόν; Ελάτε να προσπέσωμεν και να παρακαλέσωμεν τον Θεόν μήπως και εισακούση της δεήσεώς μας δια τους αμαρτωλούς και μή αποδώση αυτοίς κατά τας αμαρτίας αυτών αλλά κατά τα ελέη του ελεήσει αυτούς. Πάραυτα εσυνάχθησαν οι άγιοι πάντες και τα αγγελικά τάγματα και εδέοντο μετά της Παναγίας. Ήκουσαν τότε φωνήν όπου έλεγεν: έτσι διατί με παρακαλείτε! Και απελογήθησαν και είπον: Κϋριε ελέησον τους αμαρτωλούς. Και ο Πανάγαθος Θεός είπε δια την άχραντόν μου Μητέρα και δια τα πλήθη των αρχαγγέλων και όλων μου των αγίων, δίδω ανάπαυσιν εις τους αμαρτωλούς ημέρας πεντήκοντα επτά ήγουν από την Λαμπράν έως των αγίων Πάντων, και όταν ήκουσαν οι άγιοι ταύτην την φωνήν, ευχαρίστησαν και είπον: ευχαριστούμεν Σε Υιέ του Θεού του ζώντος, όπου εισήκουσες την δέησιν μας και έδωσες άνεσιν εις τους αμαρτωλούς. Και πάλιν ήκουσαν φωνήν όπου έλεγεν: επάρετε την Παναγίαν και υπάγετέ την εις τον Παράδεισον, δια να ιδή τους εκλεκτους και αγίους μου να χαρή. Και παρευθύς εκίνησε το αμάξι το χερουβικόν και οι τετρακόσιοι άγγελοι και επήγαν την Παναγία εις τον Παράδεισον και είδεν εκεί πατριάρχας και μητρο-πολίτας, ιερείς και διακόνους και καλογραίας, ψάλτας και αναγνώστας, βασιλείς, κριτάς και άρχοντας όπου έλαμπαν ώσπερ ο ήλιος. Και ηρώτησεν η Παναγία ποίοι είναι αυτοί και ποίας αρετάς έκαμαν και έχουσι τέτοιαν χάριν και ο αρχιστράτηγος είπεν• αυτοί είναι που έκαμαν τα καλά έργα εις τον κόσμον και εμίσησαν το ψεύδος και επολέμησαν με θάρρος την αδικίαν, και ετήρησαν με πίστην τας εντολάς του Θεού και τα παραγγέλματα του Υιού σου και Κυρίου ημών Ιησού Χριστού• αυτοί είναι οι δίκαιοι και οι ευσεβείς οι μάρτυρες και όλοι όσοι ετίμησαν τον Πανάγαθον Θεόν, τον Υιόν αυτού και το άγιον Πνεύμα• μέσα αυτού είναι οι ελεήμονες και φιλάνθρωποι και πάντες όσοι έκαμαν το καλόν και με λόγον και έργον.
Αλλοίμονον μόνον εις τους αμαρτωλούς οίτινες και συνέγραψαν όσα ήκουσαν και τα άφησαν εις τον κόσμον προς νουθεσίαν των ανθρώπων και καλόν είναι όσοι τα ακούσωσι να φυλάγωνται και να μην κάμνουσι αμαρτίας εις την ζωήν των, αλλά και εκείνοι που έχουσι αυτήν την αγίαν αποκάλυψιν να την αναγιγνώσκουσι μετά φόβου και πίστεως• θέλουν λάβει χάριν εν τη δευτέρα και φρικτή παρουσία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ώ πρέπει πάσα δόξα, τιμή και προσκύνησις συν τω ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω και αγαθώ και ζωοποιώ αυτού Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων αμήν.
Τέλος και τω Θεώ δόξα.